- λευκολόφους
- λευκόλοφοςwhite-crestedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκόλοφος — λευκόλοφος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκό λοφίο («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λευκόλοφος ο λευκός λόφος … Dictionary of Greek
τρυφάλεια — ἡ, Α (επικ. τ.) περικεφαλαία («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρυφάλεια αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. ενός επιθ. *τρυφαλής, σύνθετου, με α συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. τρυ , ο οποίος προέρχεται από το αριθμητικό… … Dictionary of Greek